μπαλαούρο

μπαλαούρο
το , μπαλαούρος ο мор. шкиперская

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μπαλαούρο" в других словарях:

  • μπαλαούρο — το, και μπαλαούρος, ο ναυτ. 1. η αποθήκη όπου φυλάσσονται σχοινιά, χρώματα, τεμάχια αλυσίδας και άλλα αντικείμενα και η οποία βρίσκεται, συνήθως, προς το πρωραίο τμήμα τού σκάφους και μακριά από τις συνήθεις θέσεις διαμονής ή κυκλοφορίας τού… …   Dictionary of Greek

  • μπαλαουρτζής — ο ναύτης που είναι υπεύθυνος για το μπαλαούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλαούρο + κατάλ. τζής (πρβλ. κουλουρ τζής, πατωμα τζής)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»